- ἄλειπτρον
- ἄλειπ-τρον,A f.l. for ἐξάλειπτρον, q. v.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυράλειπτρον — και μυράλιπτρον, τὸ (Α) σκεύος το οποίο περιέχει μύρο, αγγείο μύρου, μυροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄλειπτρον(< ἀλείφω), πρβλ. εξ άλειπτρον] … Dictionary of Greek